υδρογονούχος

υδρογονούχος
-α, -ο, Ν
χημ.
1. αυτός που περιέχει υδρογόνο
2. ενωμένος με υδρογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογόνο + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρογονούχος — α, ο που περιέχει υδρογόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • πενταβοράνιο — το χημ. υδρογονούχος ένωση τού βορίου η οποία παράγεται κατά την υδρογόνωση τού διβορανίου και χρησιμοποιείται ως προωθητικό μέσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”